- εὐγράμματος
- εὐγράμματοςa good writermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευγράμματος — εὐγράμματος, ον (ΑΜ) μσν. γραμματισμένος, μορφωμένος αρχ. καλλιγράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γραμματος (< γράμμα, ατος), πρβλ. εγ γράμματος, μονο γράμματος] … Dictionary of Greek
εὐγράμματον — εὐγράμματος a good writer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευγραμματία — εὐγραμματία, ἡ (Α) [ευγράμματος] η καλλιγραφία … Dictionary of Greek